Όταν τα αγκάθια ξεθωριάζουν

Όταν τα αγκάθια ξεθωριάζουν

Δευτέρα 22 Απριλίου 2024

Δύο χρόνια πριν, στις δύο το βράδυ

Δύο η ώρα με τα μάτια ανοιχτά, χωρίς να νιώθεις να καίνε κάθε φορά που τα ανοιγοκλείνεις, είναι σχεδόν αϋπνία. Μπορείς να περπατήσεις, να κάνεις πως περπατάς στον μικρό διάδρομο ενός κατά τα άλλα μπόλικου για ένα άτομο διαμερίσματος. Μπορείς να ντυθείς και να βγεις μέχρι την κοντινότερη λεωφόρο, δύο έχεις δίπλα σου, αλλά είναι δύο η ώρα και φοβάσαι πιο πολύ μήπως δε γυρίσεις πίσω παρά το ότι δε θα κοιμηθείς τις οχτώ ωρίτσες που όλα τα ενήλικά σου χρόνια προσπαθείς-αποφάσισες να εγγραφείς σε διαδικτυακό σεμινάριο και ξεκινάει στις έντεκα το πρωί. Ο ύπνος. Πόσο σημαντικός είναι ο ύπνος για να υπάρξεις μια επόμενη μέρα και μια επόμενη εβδομάδα και κυρίως μια Κυριακή που θες να γυρίσεις μια πόλη και να κάνεις είκοσι πέντε πράγματα με είκοσι πέντε ανθρώπους που δε βλέπεις πια συχνά αλλά κάνεις πως θες να δεις, γιατί όλα τα ενήλικά σου χρόνια κυνηγάς τη συνύπαρξη και μεγάλωσες διαβάζοντας πως η μοναξιά είναι ένα τσεκούρι κι ακόμα δεν έχεις αποφασίσει αν αυτό το τσεκούρι βαραίνει εσένα ή είναι το όπλο σου. Αύριο το πρωί θα διαβάσεις αυτές τις γραμμές για να τις διορθώσεις, να κάνεις πως τις επιμελείσαι και ίσως δε σου αρέσουν ή αρχίσουν να σου αρέσουν σε μια προσπάθεια να κρατάς όσα γράφεις. Θα ήταν καλύτερα να μην τις διαβάσεις το πρωί-πριν το σεμινάριο, αλλά το βράδυ, το σχεδόν ξημέρωμα στις δύο, που ξανά δε θα κοιμάσαι και ξανά θα δεις μια ταινία για να μην αγκαλιάζεις τα βιβλία σου αντί να τα διαβάζεις και θα καταλάβεις, μάλλον, πως πρέπει να προσποιείσαι πως γράφεις κάθε μέρα. Κι όμως, θα ελπίσεις για μια στιγμή, τη στιγμή εκείνη που θα έχεις τελικά αποφασίσει να κοιμηθείς, να νιώσεις περήφανη που αντί να μη γράψεις, αποφάσισες να κάτσεις στο κρεβάτι σου και να κάνεις προτάσεις με λιγότερο ωραίες λέξεις από κάθε άλλη φορά. Φαντάσου πως η πιο ωραία σου λέξη είναι η μοναξιά. 

Αυτό το κείμενο μπορεί να αυτοκαταστραφεί ή να δημοσιευθεί, γράφτηκε όμως σχεδόν δεκατρείς Σεπτεμβρίου με καμία απολύτως ανακούφιση και σιγουριά για την εαυτή.

Έχει πάει δυόμιση.

Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2023

Μια επιστολή

Χούλιο,

Μη θυμώσεις, γιατί σχεδόν τα κατάφερα. Νόμιζα πως μέχρι να έρθει η ώρα να σου απαντήσω, δηλαδή μέχρι να έρθει η ώρα να γράψω εκείνο που μου ζήτησες, νόμιζα πως δε θα προλάβω, ή καλύτερα νόμιζα πως ακόμα και να προλάβαινα δε θα ‘ταν ο ένας και σίγουρα δε θα ήταν δικός μου. Αλλά, νομίζω πως μόλις τον βρήκα. Κυρίως νομίζω. Φαντάσου ότι μόλις τον είδα και άρχισα να νιώθω κάτι, εσύ ο ίδιος μου έχεις πει πως έχω σταματήσει να νιώθω από καιρό και γι’ αυτό γράφω έτσι, έτρεξα, ενώ κουτσαίνω όλη μέρα εξαιτίας του χαζού παπουτσιού που πήγα και αγόρασα, έτρεξα στ’ αλήθεια να κάτσω να σου γράψω και να σε εντυπωσιάσω, γιατί τώρα θα έχεις το γράμμα μου στα χέρια σου πολύ νωρίτερα. Ή μάλλον όχι, γιατί εσύ είσαι αυστηρός με το χρονοδιάγραμμα. “Πρέπει να απαντάμε σε κάθε γράμμα πέντε μέρες αφού τελειώσουμε την ανάγνωσή του, πρέπει να γράφουμε την πρώτη λέξη της απάντησής μας ακριβώς σε εκατόν είκοσι ώρες. Δε με νοιάζει αν κοιμάσαι, αν δουλεύεις, αν πρέπει να βρίσκεσαι στην τουαλέτα σου, να υπολογίσεις σωστά πότε θα ανοίξεις το γράμμα μου, είναι κι αυτό μέρος της εργασίας σου, της προόδου σου”. Κάνω πρόοδο, έκανα δηλαδή πρόοδο. Σου τονίζω λοιπόν πως τον βρήκα νωρίτερα και πως έχει ένα τατουάζ. Είναι άντρας, φαινόταν για άντρας, αλλά το σημαντικό είναι πως έχει ένα τατουάζ, πως μπορώ να γράψω γι’ αυτό το τατουάζ σελίδες ολόκληρες αν μ’ αφήσεις. Γιατί μου ζήτησες να τον βρω αλλά δεν ξέρω γιατί και δεν ξέρω για πότε. Θα σε παρακαλούσα λοιπόν να μου πεις τι να τον κάνω τώρα που τον βρήκα. Δεν μπορώ να ξαναδιαβάσω το τελευταίο σου γράμμα, τα διαβάζουμε μόνο μία φορά και δεν ξέρω, δε θυμάμαι αν μου λες σ’ αυτό το γράμμα που διάβασα πριν πέντε μέρες και κάτι λεπτά, τι πρέπει να κάνω όταν είμαι σίγουρη πως τον βρήκα. Ξέρω ότι πρέπει να περιμένω αλλά έχω τόσα να σου πω γι’ αυτόν, ρώτα με.


Υ.Γ. πρώτο. Ξέχασα να σου πω πως κατέβηκε μια στάση πριν από μένα. Αύριο το βράδυ θα κατέβω κι εγώ μια στάση πριν, στο υπόσχομαι.

Υ.Γ. δεύτερο. Ποιο είναι το καλύτερο που κάνει το γατί σου και θες να το ζουλήξεις τόσο που αρχίζεις και φοβάσαι πως μόνο εκείνη τη στιγμή του σφιξίματος ανάμεσα στα χέρια σου, θα ανακαλύψεις τη δύναμή που έχεις; Εμένα είναι τις φορές που νιαουρίζει ενώ ταυτόχρονα γουργουρίζει και νιώθω να γιατρεύομαι, αλήθεια σου λέω.


Τετάρτη 30 Αυγούστου 2023

Θερινά μπαλκόνια

Ένα παιδί βγαίνει στο μπαλκόνι

Μένει στα Πατήσια

Ευτυχώς μεγαλώνει στον τέταρτο

Μπορεί να κοιτάξει ψηλά

στο ύψος του

κάτω στον δρόμο

Το παιδί αυτό που βγαίνει στο μπαλκόνι

αρπάζει μια σκούπα

πολύ πορτοκαλιά

πολύ δικιά του

Τώρα είναι το μικρόφωνό του

πριν ήταν η κιθάρα του

για μετά θα περιμένω

Κάθομαι σε αυτόν τον καναπέ τον καινούργιο

και κοιτάζω

χαμογελάω σε ένα παιδί που δε με βλέπει

Έχω μια στοίβα αδιάβαστα βιβλία

και χρόνο να χαθώ

Εγώ, προτιμώ να κοιτάζω τα μπαλκόνια

εκείνα που θέλουν ανακαίνιση

εκείνα που δεν είναι μπαλκόνια

εκείνα που είναι τόσο ψηλά

εκείνα με τη σημαία

εκείνα που φωνάζουν

εκείνα που δεν έχουν ποτέ κόσμο

Κάθε παιδί βγαίνει κάθε μέρα σε κάθε μπαλκόνι

που αν δεν έχει κάγκελα ίσα με το μπόι του

με χαιρετάει μέχρι να το χαιρετήσω πίσω


Δευτέρα 15 Αυγούστου 2022

15Αύγουστος στην Αθήνα

 


Στις 15 Αυγούστου

θα στοιβαχτούμε σε ένα νυχτερινό τρόλεϊ

θα μιλήσουμε με ανθρώπους με μαύρους κύκλους στα μάτια

και με άλλους που μιλάνε μόνοι

μα αυτή τη φορά ακούγονται καθαρά σε ένα άδειο βαγόνι του ηλεκτρικού

δε θα διαβάσουμε βιβλίο

ούτε και κάποιο ποίημα

θα πάμε θερινό να δούμε μια ταινία για εικοστή φορά

θα πιούμε μπύρα από το σούπερ μάρκετ

θα ακούσουμε ένα ζευγάρι να μαλώνει για κάποιο ξεχασμένο ανοιχτό φως

θα κάτσουμε στο μπαλκόνι και θα μετρήσουμε τα κλειστά παντζούρια

τα γατιά μας θα κοιμούνται όλη μέρα-όχι πάνω μας

θα προσποιηθούμε τους τουρίστες

και θα κατέβουμε Θησείο μετά από μήνες

δε θα μαγειρέψουμε

θα περάσουμε έξω από ένα στέκι που θα είναι κλειστό έως 27 Αυγούστου

θα λείπουμε στις 27 Αυγούστου

θα πούμε ότι η Αθήνα έχει αδειάσει

μα στη δική μας γειτονιά είναι όλα όπως πριν

και σήμερα εδώ δεν είναι 15 Αυγούστου

σε γειτονιές όπως τα Πατήσια

είναι ακόμα μια μέρα και μια νύχτα

Τρίτη 26 Ιουλίου 2022

Παγωτό για εξωγήινες και παλαιο-βιβλία



Παγωτό για εξωγήινες


Δεν έχω δει πιο φωτεινή εικόνα

Όλες φοράνε μαύρα

Όλες έχουν μια πιο βαθιά ρυτίδα από τις υπόλοιπες που συγκατοικούν

στο πρόσωπό τους

στα χέρια τους

στο στέρνο τους

στις άδειες πια κοιλιές τους

που κάποτε φιλοξενούσαν υποχρέωση κι ευθύνη αιωνόβια

στο λαιμό τους

σημάδι γυναικείας αποσύνθεσης

κάτω από τα μάτια τους

σημάδια αρχής και τέλους

μέσα στα μάτια τους

σημάδια ελπίδας

πως

αυτό το παγωτό

που λιώνει σε ένα χέρι που τρέμει

θα είναι η συμφωνία

για μια ακόμη ευκαιρία

στην απόκτηση ρυτίδων νεότητας



Παλαιο-βιβλία


Όταν περπατάω χωρίς τον χρόνο

κολλητά πίσω μου και μέσα μου

σταματάω σε έναν πάγκο

μαγαζιού χωρίς όνομα

και του δίνω το όνομα

του πρώτου βιβλίου που τυχαία πετυχαίνω

“Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου”

ή

“Η γυναίκα σου είναι αλήτισσα”

ή

“Γούνινη ωρίτσα”

Και τότε σκέφτομαι

πως κάθε όνομα με τσιμπάει αλλιώς

και πως αυτός ο κύριος που ζει

ανάμεσα σε πρώτες εκδόσεις και αφιερώσεις

είναι κάθε φορά ο συγγραφέας

και η συγγραφέας

βιβλίων-απαλλοτριώσεων

βιβλίων-καταλήψεων


Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2022

Αγία Νοσταλγία

 


Όταν ήμουν μικρή έλεγα πως στο πρώτο μπαρ που θα σπρώξω την πόρτα θα συναντήσω άντρες με καουμπόικα καπέλα. Θα είναι παρατεταμένοι στη μία πλευρά του μπαρ χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι μαζί ή ότι έχουν ανάγκη να μοιραστούν σύμφωνα, φωνήεντα και κεράσματα τσιγάρων. Θα μοιράζονται στην πραγματικότητα τη μόνη επιλογή που θα έχουν Πέμπτη, 10 η ώρα το βράδυ: τις ποτισμένες με αλκοόλ ψυχές τους. Θα έχουν μπροστά τους δυο-τρία χαμηλά ποτήρια να τους θυμίζουν σε ποιο ποτό θα πνιγούν μετά την (μεταμορφωμένη σε) τελευταία γουλιά. Θα έχουν όλοι κάπου πάνω τους μια ουλή ταλαιπωρίας και χάρη σε αυτή θα έχουν κατακτήσει επάξια τη θέση τους σ’ αυτή τη μεριά του μπαρ.

Θα με κοιτάξουν μόλις μπω για να σιγουρευτούν ότι ήδη θα λούζομαι τον καπνό τους. Και θα βάλουν τα δυνατά τους να προσποιηθούν πως με γνωρίζουν όλη την μπαρόβια ζωή τους, θα μου κάνουν αυτή την πρώτη χάρη μπας και αποφύγω τα “με συγχωρείτε που εισβάλω έτσι, θα συμβαίνει πιο συχνά από δω και πέρα”. Και θα μου θυμίζουν σε κάθε σήκωμα ποτηριού πως την ταλαιπωρία δεν τη διάλεξαν, πως σχεδόν τίποτα δεν επέλεξαν ως τώρα για τους εαυτούς τους και πως η μόνη τους παρηγοριά γι’ αυτές τις βαφτισμένες αποτυχίες, είναι αυτό εδώ το σκαμπό, δίπλα σε ένα άλλο σκαμπό, μπροστά από μια μπάρα και μέσα σε ένα επαρχιακό μπαρ-γιατί έχει όλη τη σημασία του κόσμου να ‘ναι θαμώνες επαρχιακού μπαρ.

Όταν ήμουν μικρή έλεγα πως στο πρώτο μπαρ που θα σπρώξω την πόρτα θα συναντήσω γυναίκες με καουμπόικες μπότες. Θα είναι παρατεταμένες από την άλλη πλευρά του μπαρ, όλες μαζί, έχοντας την ανάγκη να μοιραστούν κυρίως απελπισμένα σύμφωνα, τσιγάρα και σημάδια από κραγιόν. Θα μοιράζονται κι αυτές με τη σειρά τους το μόνο κοινό που έχουν με την άλλη μεριά της μπάρας: τις ποτισμένες με αλκοόλ ψυχές τους. Θα έχουν μπροστά τους ένα ποτήρι μισοάδειο και μισογεμάτο γιατί γι’ αυτές η νύχτα τελειώνει πιο νωρίς, ακόμα και η ασφάλεια έχει ωράρια. Θα έχουν κάπου πάνω τους πολλές ουλές ταλαιπωρίας, έμφυλα σημάδια που εξαιτίας τους η θέση σ’ αυτή τη μεριά του μπαρ θα είναι για πάντα δανεική.

Θα με κοιτάξουν μόλις μπω για να σιγουρευτούν ότι ήδη έχω διαλέξει να κάτσω κοντά τους. Και θα βάλουν τα δυνατά τους να προσποιηθούν ότι είναι η πρώτη φορά που με βλέπουν σε όλη την μπαρόβια ζωή τους, θα μου κάνουν αυτή την πρώτη χάρη μπας και μοιραστώ μαζί τους τα “με συγχωρείτε που δεν ήρθα νωρίτερα να ανταλλάξουμε γυναικεία ματαιότητα με γυναικεία ματαιότητα, θα ήθελα να συμβαίνει λιγότερο συχνά από δω και πέρα”. Και θα μου θυμίζουν σε κάθε σήκωμα ποτηριού πως τις ταλαιπωρίες δεν τις διάλεξαν, πως σχεδόν τίποτα δεν επέλεξαν ως τώρα για τις εαυτές τους και πως η μόνη τους παρηγοριά γι’ αυτές τις προαπαιτούμενες για το φύλο τους αποτυχίες, είναι αυτό εδώ το δανεικό σκαμπό, δίπλα σε ένα άλλο δανεικό σκαμπό, μπροστά από μια μπάρα με απαγορευμένα ποτά και μέσα σε ένα οποιοδήποτε μπαρ, δίπλα όμως σε μία ακόμα σαν κι εμάς-γιατί έχει όλη τη σημασία του κόσμου να’ μαστε δίπλα “εμείς”.

Άργησα πολύ να σπρώξω την πόρτα σε ένα τέτοιο μπαρ και δυστυχώς, όταν τελικά την έσπρωξα βρήκα μόνο άντρες με καουμπόικα καπέλα.

Παρασκευή 14 Μαΐου 2021

Η τελευταία φορά

Στις χειρόγραφες προτάσεις μου είμαι έναν χρόνο πίσω, έχω γράψει 2020. Σκέφτομαι ότι δεν έχει να κάνει με τη χαμένη χρονιά σχεδόν ζωής εξαιτίας των απαγορεύσεων ύπαρξης. Σκέφτομαι ότι έτσι μένω έναν χρόνο μη μεγαλωμένη, έναν χρόνο που αποφάσισα πως εκείνο το τραγούδι δε σημαίνει τίποτα. Πως θα το ακούω ενώ περπατάω σε ένα ασφαλές στενό, με τα ακουστικά μου τα παλιά και την ένταση όσο πάει και θα είναι το επόμενο τραγούδι σε μια λίστα που φρόντισε να οργανώσει για χάρη μου το spotify κι εγώ δε θα μπορώ να κάνω skip και θα αναγκαστώ να μη νιώσω τίποτα για τρία λεπτά και δεκατέσσερα δευτερόλεπτα. Έναν πραγματικό χρόνο πριν και όχι δύο όπως λένε τα νούμερα στο τετράδιό μου, το τραγούδι αυτό πατούσε χρονοδιακόπτες και με σκουντούσε κατά λάθος για να χάσω την ισορροπία μου μέσα σε ένα γεμάτο τρόλεϊ στην Πατησίων. Το τραγούδι χωρίς intro, που σε πνίγει από το πρώτο δευτερόλεπτο στην προσπάθεια να νοσταλγήσεις, αδικεί την ψυχή – κουτάκι μου, ενώ τις προσθέτει κιλά σε μορφή απαιτήσεων. Το τραγούδι αυτό χορεύει από μόνο του, αυτοοργανωμένα, γιατί οι λέξεις του έχουν περισσότερο ρυθμό από τις νότες του. Ακόμα και ο τελευταίος κυνικός, θα έλεγε πως το τραγούδι αυτό μιλά για την εγκατάλειψη που κατάφερες υπό την επήρεια της ασυνειδησίας κι όταν τελειώνει σου διηγείται πως η μετάνοια θα έπρεπε να είναι στην ομάδα των εφτά θανάσιμων αμαρτημάτων. Αλλά η ζηλοφθονία και η λαγνεία είναι πιο ωραίες λέξεις και δικαίως η μετάνοια  μπαίνει μόνο κάτω από το χαλάκι της συγχώρεσης και ο δαίμονάς της είναι ανώνυμος. 

Για να θυμηθώ και να γράψω για αυτά τα λεπτά ανοσίας μου, επιβάλλω εδώ και μέρες στον εαυτό μου την ακρόαση του τραγουδιού μας και έτσι σταματάω σε κάθε δευτερόλεπτο να μη νιώθω σα να’ ναι η πρώτη μου φορά. Στις πόσες ακροάσεις του παρελθόντος μου συνέβαινε το αντίθετο;

Η ανοσία πρακτικά κάνει θαύματα, θεωρητικά σου στερεί ακόμα και την πιο φλατ ύπαρξη.

Το τραγούδι θα το ακούω για πάντα, καθώς είναι η λάθος επιλογή μου μεταμορφωμένη στο χιτ κάθε καλοκαιριού. Κι ίσως το να μη νιώθω για τρία λεπτά και δεκατέσσερα δευτερόλεπτα να είναι η δική μου ανοσία, η δική μου προσπάθεια να νοσταλγήσω, η δική μου κόπωση να μη μεγαλώσω.