Όταν τα αγκάθια ξεθωριάζουν

Όταν τα αγκάθια ξεθωριάζουν

Σάββατο 18 Ιουλίου 2015

Ο καναπές.



Ανεβαίνεις τα σκαλιά επιπόλαια, κοιτώντας τους φόβους μακρινούς μα πάντα εκεί, επίμονους. Πες μου, ονομαστικά, έναν άνθρωπο που φοβάται μόνο τα έμψυχα και δεν του περισσεύει χώρος για να φοβάται τους άψυχους κατοίκους του μυαλού. Ακόμη κι εκείνοι, που έχουν συγκάτοικο κατά καιρούς την επιτυχία, φοβούνται μήπως εκείνη δεν ξανάρθει να χαρίσει δικαίωση. Κάθομαι στον άβολο καναπέ συνήθως όταν φοβάμαι. Τουλάχιστον το μυαλό κάνει και την στροφή εκείνη που δεν οδηγεί στο τέλος της σκέψης από την οποία ξεκίνησε, αλλά στην αρχή μιας άλλης, η οποία μου επιτρέπει να σκεφτώ τον άβολο καναπέ. Ο φόβος είναι σχηματικός στο δικό μου το μυαλό. Σχηματίζει δωμάτια χωρίς πόρτες και παράθυρα και με αφήνει εκεί να βρω μόνος μου την ανύπαρκτη έξοδο. Δε μου δίνει επιλογές, τις κρύβει σε συρτάρια χωρίς αντικλείδι και ακόμα και όταν του ουρλιάζω, είναι ο καθημερινός σύζυγος μου, ο παντοτινός. Γιατί, απ’ όταν φοβηθήκαμε για πρώτη φορά στη ζωή μας χάσαμε και μία αντίδραση. Και σε κάθε φοβία χάνουμε άλλη μια και άλλη μια. Κάποιοι φόβοι, συνήθως οι παράλογοι, εκείνοι, που όταν δε σ’ ακούν προλαβαίνεις και σκέφτεσαι πως είναι δυνατόν να σου επιβάλλονται, ζυγίζουν περισσότερο. Σου αφαιρούν δύο με τρεις αντιδράσεις για να ξανάρθουν πάλι ακόμα πιο παράλογοι και δυνατοί. Κάποιοι είναι λογικοί και πιο συνηθισμένοι από κάποιους άλλους, αυτούς θα τους ονόμαζες και καλούς φόβους. Καλοί φόβοι; Άρχισες τα οξύμωρα. Όλοι οι φόβοι όμως, όλοι οι ενδοιασμοί, όλες οι αμφιβολίες οι οποίες κρύβουν τον φόβο, όλοι τους ανεπαίσθητα σε μειώνουν, σε κάνουν να στηρίζεσαι σε διαφορετικές πραγματικότητες, σε πραγματικότητες μοναδικά άρρωστες. Δημιουργήθηκαν κι αυτοί από το μυαλό μας. Ο ίδιος τους ο δημιουργός είναι και ξενιστής τους, παρασιτούν επάνω του, μέσα του, ρουφούν όλα τα αντί-φόβου αντισώματα κι έτσι, εκείνοι που οι φόβοι τους ζυγίζουν περισσότερο και όλο περισσότερο, σταματάν να ξεχωρίζουν πραγματικότητες, ζουν μόνοι μαζί τους. Κι η λογική είναι εκεί, φύλακας. Γιατί είναι λογικό να φοβάσαι και να αμφιβάλεις, να χρησιμοποιείς πιο πολύ το μη αντί να αφήνεις τις προστακτικές γυμνές και δεσποτικές. Κι όταν κάτι είναι λογικό το αποδέχεσαι εύκολα, του ανοίγεις τις πόρτες χωρίς ερωτήσεις, το εμπιστεύεσαι και όταν καταλάβεις ότι σε τρώει, αν ποτέ το αντιληφθείς, έχεις συνηθίσει πια στη λογική του φόβου κι έχεις συνηθίσει να προσαρμόζεσαι στις εντολές του. Ένα ακόμα κλισέ είναι εκεί για να σου θυμίσει αυτά που μισείς περισσότερο. Όλα είναι θέμα συνήθειας, ακόμα και η δυστυχία σου. Αυτό να πιστεύεις μέχρι να βρεις το αντίθετο κλισέ.

-Μετά από αυτά, μπορείς να μου ονομάσεις κάποιον που δε φοβάται; Μπορείς;

Πέμπτη 9 Ιουλίου 2015

Κρυφτό.


 Ψιλοβρέχει. Νιώθεις σαν κάποιος να σε κλείδωσε σ’ ένα μικροσκοπικό δωμάτιο και να σε ξέχασε εκεί, επίτηδες, είσαι σίγουρη. Ευτυχώς σε κάτι τέτοιες κρίσεις και πρακτικά βρίσκεσαι μόνη σου στο παιδικό  δωμάτιο. Δε βιώνει μόνο το μυαλό τη μοναξιά, αλλά η απουσία ανθρώπων είναι πραγματική και επιθυμητή. Κουράστηκες. Ακούς το ίδιο τραγούδι εδώ και μία ώρα. Ποτέ ολόκληρο, στη μέση του το βάζεις από την αρχή. Αχ ρε μικρό, τα πάντα ημιτελή. Ανέκαθεν άφηνες πολλές στιγμές σου ημιτελείς. Από την πιο μικρή, μέχρι την πιο μεγάλη από την μεγαλύτερη.

  Δοκιμάζεις την τύχη σου όλο και πιο συχνά τελευταία σε δευτερεύουσες μάχες. Δύο- τρεις «φίλοι», σου λένε να σταματήσεις να σκέφτεσαι τόσο πολύ για το καλό σου και για το δικό τους ίσως. Βλέπεις η ανάλυση, μάλλον η υπερανάλυση είναι ενοχλητική, μη σου πω προβληματική. Λογικό. Όταν ενοχλείς είσαι αυτόματα πρόβλημα. Πολύ εύκολο φάνηκε αυτό.

  Ανοίγεις το τετράδιο για να γράψεις πιθανούς σκοπούς ευτυχίας, τραγουδιστούς σκοπούς. Χαμογελάς. Οι εκδρομές σας λειτουργούν ως καταφύγιο της αλήθειας σας, μα ακόμα κι εκεί κάνει ψύχρα. Κι οι ζωές σας κάνουν διαδρομές με απότομες στροφές, με στάσεις σε καφέ για συζητήσεις και γλυκό, με στάσεις για μοναξιά. Να’ τη πάλι η μοναξιά. Αλλά τώρα είσαι μαζί του. Κάθε φορά ζητάς τη γνώμη του για τα πολύχρωμα ρούχα που φοράς, για τις υπερβολές των κινήσεων και των σκέψεων σου. Δεν πειράζει που διαφωνεί, δεν πειράζει καθόλου τελικά. Επειδή, αυτό δείχνει μια φαινομενική ελευθερία του μυαλού σου, που εναντιώνεται στην πολιορκία του την οποία προσπαθείς να εξηγήσεις μάταια, μα σε έχει εξουθενώσει. Σταμάτησες τα εγώ, χρησιμοποιούσες πολλά εγώ, συνέκρινες τα πάντα μ’ εσένα, αλλά πόσο παραγωγικό ήταν αυτό. Έτσι σου λέει. Σου λέει τι πρέπει να κάνεις και πως πρέπει να εξηγήσεις αυτά που κάνεις και πώς να γράφεις. Αυτό το τελευταίο σε πεθαίνει μα σ’ έχει μάθει να είσαι η πρώτη στο κρυφτό.

  Που αλλού είσαι εκείνη η πρώτη;

  Θέλεις να αποκοιμιέσαι πιο εύκολα, να μην είσαι τόσο προβληματική όπως σου λένε εκείνοι κι εκείνος. Τι σχέση έχεις εσύ με την αποτυχία; Την φοβάσαι όπως όλοι εκείνοι οι άνθρωποι που έχουν συμφιλιωθεί με τα τεχνητά πρέπει της κοινωνίας. Και ο το δικό σου μυαλό δεν τη διαγράφει με τίποτα. Ούτε καν ξεθωριάζει από την τόση προσπάθεια. Περίεργο. Προσπαθείς κι άλλο, συνήθως μάταια. Και με την επιτυχία τι σχέση έχεις, σε ρωτάω.  Έχεις ξεχάσει, δε θυμάσαι να μου πεις μια επιτυχία σου. Πειράζει. Πειράζει που η ζωή σου συναντά τρικυμίες και έχει μάθει να τις αγαπάει, έχει συνηθίσει να τις αγαπάει και να τις αποζητάει.

  Επιτέλους, άκουσες το τραγούδι ολόκληρο.

 …μου’ παν τόσα μυστικά που γεμίζουν δυο ποτάμια…

Σάββατο 4 Ιουλίου 2015

Διαγωνισμός.



 Ξέρω, πως ζηλεύω εκείνους που τα καταφέρνουν με τα κολλάζ λέξεων κι εκείνους που μπορούν να σου αφηγηθούν μια μικρή ιστορία για το απέραντο της θάλασσας. Γνωριστήκαμε καλύτερα και άρχισε η πολυλογία μου να είναι πιο υποφερτή, πιο αδιάφορη. Στην αρχή, περνούσαμε ο ένας δίπλα από τον άλλον προσφέροντας κομμάτια χιούμορ, βιαστικά και ξυστά. Τώρα, που η ρουτίνα μου μοιάζει μοιρασμένη, θα σου εκμυστηρευτώ ένα ταξίδι σε έναν πλανήτη δικό μου και κανενός άλλου. Οι διαφορετικοί προορισμοί ανταλλάσσουν θεωρίες για ελευθερία, για ανάσες ανακούφισης και απραγείας. Μα ακόμα και σήμερα, που σου ψιθυρίζω την αγαπημένη μου ιστορία, το παρελθόν κερδίζει επιδεικτικά το μέλλον περπατώντας σε μια ευθεία γραμμή και ακολουθώντας το ασημένιο ποτάμι επάνω στη θάλασσα, που σου έδειξα εχθές.