Όταν τα αγκάθια ξεθωριάζουν

Όταν τα αγκάθια ξεθωριάζουν

Κυριακή 28 Αυγούστου 2016

Γιάλοβα


Το GPS έχει κολλήσει στη Γιάλοβα. Έτσι που σκέφτομαι πως το μυαλό μου κολλάει σε υποσχέσεις για να μην διαταράσσονται τα πρέπει. Το καλοκαίρι μοσχομύρισε και πέρασε. Κάθε καλοκαίρι περιμένω το επόμενο και τις αναποδιές του, γιατί κανένα «του χρόνου» δεν εκπληρώνεται. Άμα το καλοσκεφτείς, εκείνα που δεν εκπληρώνονται τα προσπαθούμε περισσότερο, πασχίζουμε, επειδή στην αρχή της αφήγησης τους έχουν το ρήμα «θέλω». Και το ρήμα αυτό είναι το πιο προσωπικό απ’ όλα, πιο προσωπικό κι από τα ρήμα «αγαπάω». Το καλοκαίρι δε θα σταματήσει να μοσχομυρίζει ποτέ. Ίσα ίσα. Κάθε χρόνο θα αφήνει κι άλλες μυρωδιές ανεξέλεγκτες και ξένες. Κάθε χρόνο θα φωνάζουμε πως θέλουμε. Όπου και να κοιτάξεις ζηλεύεις την ελευθερία και κλείνεις τα μάτια. Είσαι σε μία ξαπλώστρα ή σε μία παραλία γυμνιστών και διαβάζεις και δε σε νοιάζει πια που ο χρόνος δε σταματάει. Κι αν σταματούσε, μπορεί και να βαριόσουν. Κι αν φυσούσε πιο πολύ μπορεί και να κρατούσες συντροφιά στον χνουδωτό «κλέφτη»…

Γυρίζεις σελίδα μα ο σελιδοδείκτης σου χάθηκε, ούτε αυτός σε στηρίζει. Ακόμα κι η φυλακή ανάμεσα σε γράμματα και σημεία στίξης είναι φυλακή. Περπατάς στις μύτες για να μην ξυπνήσεις το κλάμα σου. Κάνεις συνέχεια μπάνιο για να μην ακούς το κλάμα σου και νιώθεις μόνο το πιάσιμο στο πρόσωπο σου και τα κουρασμένα, βραστά μάγουλα. Κι είναι ακόμα καλοκαίρι και σου λείπει η αλμύρα και η φαγούρα της. Σου λείπουν τα ροδάκινα που είναι πιο νόστιμα στην παραλία, τα καρπούζια που είναι πιο ζουμερά, το ζαχαρωτό που είναι πιο παχυντικό. Δύο σκύλοι παίζουν ασταμάτητα και αγαπιούνται. Ένα παιδί θάβεται στην άμμο και εξαφανίζεται, μα μόλις ξεκίνησε το χρονοταξίδι του. Το βιβλίο βράχηκε γιατί η θάλασσα μας διώχνει διακριτικά από κοντά της. Κουράστηκε. Προσφέρει τη λύτρωσή της σ’ εκείνους που το πρόσωπό τους καίει και πονάει. Οι άλλοι έφυγαν, μετακινήθηκαν και γυρίζουν στη δική τους τσιμεντένια λύτρωση.

Ακόμα και αριθμούς να γράψω και σύμβολα, δε σκέφτομαι, μα το κιτρινισμένο χαρτί υποφέρει και μαζί του και το επόμενο. Τα περιτυλίγματα φαντάσου, έχουν ταμπέλες με κόκκινα μεγάλα γράμματα που φωνάζουν. Θέλουν να ξεσκεπάσουν τους ανυπόμονους, εκείνους που δεν τα σέβονται, τους αδιάφορους, εκείνους που τα προσπερνάνε, εκείνους που δεν λαχταρούν μια περιπέτεια μαζί τους. Οι ιδέες προσπερνούν η μία την άλλη, πετάγονται σαν τρελές, δεν υπολογίζουν τις αποστάσεις, μα πάντα βρίσκουν τον δρόμο τους κι ας φτάνουν στο τέλος με λάθος σειρά. Είναι ακόμα καλοκαίρι, το μύρισα στην μπύρα μου εχθές, το άκουσα στο παγάκι που έσπασε. Και δε με νοιάζει που τα μαλλιά ξέβαψαν, που οι φτέρνες ασχήμυναν, που οι μύτες ξεφλούδισαν, που οι ώμοι γέρασαν, που οι πλάτες δεν είναι όρθιες πια. Με νοιάζει το άσπρο σημάδι από το μαγιό να μείνει εκεί για πάντα, με νοιάζει να έχω το δικό μου καλοκαιρινό άλλοθι.

Δε θα συγχρονίσω το GPS μου, δε θα το ξαναχρησιμοποιήσω ποτέ. Θα με αφήσω για πάντα εκεί. 












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου